- αὐθαδείᾳ
- αὐθαδείᾱͅ , αὐθάδειαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐθάδεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθάδεια — η (AM αὐθάδεια) [αυθάδης] θράσος αρχ. 1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα 2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα 3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα 4. αλαζονεία … Dictionary of Greek
αὐθαδείας — αὐθαδείᾱς , αὐθάδεια fem acc pl αὐθαδείᾱς , αὐθάδεια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδείαι — αὐθαδείᾱͅ , αὐθάδεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδείαις — αὐθάδεια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδείῃ — αὐθάδεια fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδίαις — αὐθάδεια fem dat pl αὐθαδία wilfulness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδειαι — αὐθάδεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδειαν — αὐθάδεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον … Dictionary of Greek